φραξιονιστής

φραξιονιστής
ο
το μέλος φράξιας (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φραξιονιστής — ο, θηλ. φραξιονίστρια, Ν μέλος φράξιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fractionniste < fractionner «διασπώ» (βλ. λ. φραξιονισμός) + κατάλ. iste (πρβλ. ιστής)] …   Dictionary of Greek

  • φραξιονιστικός — ή, ό, Ν [φραξιονιστής] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον φραξιονισμό ή στον φραξιονιστή («φραξιονιστικές ενέργειες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”